ἀνθοφόρος

ἀνθοφόρος
ἀνθοφόρος
bearing flowers
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανθοφόρος — α, ο (AM ἀνθοφόρος, ον) αυτός που φέρει άνθη, ανθισμένος νεοελλ. 1. ανθοστόλιστος 2. το αρσ. ως ουσ. ο ανθοφόρος α) βοτ. ο μίσχος τού άνθους β) έπιπλο όπου τοποθετούνται λουλούδια αρχ. 1. αυτός που καλλιεργείται μόνο για τα λουλούδια ή παράγει… …   Dictionary of Greek

  • ανθοφόρος — α, ο 1. αυτός που έχει πάνω του ή παράγει άνθη: Τα περισσότερα φυτά είναι ανθοφόρα. 2. το αρσ. ως ουσ., ο ανθοφόρος ο μίσχος (κοτσάνι) του άνθους που έχει τα πέταλα, τους στήμονες και τον ύπερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνθοφόρον — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem acc sg ἀνθοφόρος bearing flowers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθοφόρα — ἀνθοφόρος bearing flowers neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθοφόροι — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθοφόροις — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθοφόρου — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθοφόρους — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθοφόρων — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθοφόρῳ — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”